- εωλοκρασία
- η (ΑΜ ἑωλοκρασία) νεοελλ. μίγμα, κράμα («οὔτε ἀρχαία, οὔτε νέα [γλώσσα], ἀλλ' ἑωλοκρασία τις», Καλλιγ.)αρχ.1. μίγμα ζωμών από τα δείπνα τής προηγούμενης νύχτας, που τό έχυναν πάνω στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό, τις πρωινές ώρες στο τέλος τού συμποσίου2. μέθη, κραιπάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕωλος + -κρασία (< -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.